- -πώλης
- ΝΜΑβ' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β' συνθετικό -πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης, αρωματοπώλης, βιβλιοπώλης, γαλακτοπώλης, ελαιοπώλης, ετοιμοπώλης, ζυθοπώλης, ιχθυοπώλης, κεραμοπώλης, κηροπώλης, κοσκινοπώλης, κρεοπώλης, λαχανοπώλης, μαχαιροπώλης, μυροπώλης, νομισματοπώλης, ξυλοπώλης, οινοπώλης, οπωροπώλης, παντοπώλης, σιδηροπώλης, σιτοπώλης, σχοινοπώλης, τυροπώλης, χαρτοπώλης, χρωματοπώλης, ωοπώληςαρχ.αθηροπώλης, αλοπώλης, αλφιτοπώλης, αρτυματοπώλης, βελονοπώλης, βυρσοπώλης, δαφνοπώλης, ειματοπώλης, ερεοπώλης, ζωοπώλης, θεατροπώλης, θερμοπώλης, θωρακοπώλης, ιματιοπώλης, ιτριοπώλης, καλαμοπώλης, καρυοπώλης, κοιλιοπώλης, κριθοπώλης, κτενοπώλης, κυμινοπώλης, κυρηβιοπώλης, κωποπώλης, λαφυροπώλης, ληκυθοπώλης, λιβανοπώλης, λινοπώλης, λυχνοπώλης, μελιτοπώλης, μιγματοπώλης, μυρτοπώλης, οξοπώλης, ορνιθοπώλης, οσπριοπώλης, οψαριοπώλης, οψωνιοπώλης, περιστεροπώλης, πινακοπώλης, πορφυροπώλης, προπώλης, πυροπώλης, ριζοπώλης, ροδοπώλης, σκευοπώλης, σκυτοπώλης, σπαρτοπώλης, στεφανοπώλης, συκοπώλης, συρμαιοπώλης, ταριχοπώλης, τιμιοπώλης, φαρμακοπώλης, φοινικοπώλης, χαλκοπώλης, χιτωνοπώλης, χοιροπώλης, χορδοπώλης, χορτοπώλης, χρυσοπώλης, χυτροπώλης, ψαθυροπώλης, ψηφισματοπώληςνεοελλ.αγγειοπώλης, αθυρματοπώλης, αλατοπώλης, αλευροπώλης, βουτυροπώλης, γυψοπώλης, δερματοπώλης, εδωδιμοπώλης, επιπλοπώλης, εφημεριδοπώλης, καπνοπώλης, καφεπώλης, κοσμηματοπώλης, ομβρελοπώλης, οπλοπώλης, παλαιοπώλης, ποτοπώλης, πτηνοπώλης, σαπωνοπώλης, υαλοπώλης, υποδηματοπώλης, ψητοπώλης.
Dictionary of Greek. 2013.